Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμέργω
ἀμέρδω
ἀμερής
ἀμέριμνος
ἀμετακίνητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετανόητος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρία
ἀμετρόβιος
ἀμετροεπής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσίπορος
ἀμήνιτος
View word page
ἀμετάστροφος
ἀμετάστροφος μεταστρέφω unalterable, Plat., Plut.
ShortDef
unalterable
Debugging
Headword:
ἀμετάστροφος
Headword (normalized):
ἀμετάστροφος
Headword (normalized/stripped):
αμεταστροφος
IDX:
1745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1745
Key:
a)meta/strofos
Data
{'content': 'ἀμετάστροφος\n μεταστρέφω\n unalterable, Plat., Plut.', 'key': 'a)meta/strofos'}