Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταχώννυμι
καταχωρίζω
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
καταψηφίζομαι
καταψηφιστέος
καταψήχω
καταψύχω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγύη
κατέδω
κατείβω
κατεῖδον
κατείδωλος
κατεικάζω
κατειλέω
κατειλύω
View word page
καταψύχω
καταψύχω fut. ξω to cool, chill, Arist.:—Pass., perf. κατέψυγμαι, aor1 κατεψύχθην and 2 κατεψύγην [ῠ]:: — to be chilled, become cold, of persons, Arist., Plut. Pass., of a country, to be dried or parched up, Plut. κατ-εβλᾱκευμένως, adv.

ShortDef

to cool, chill

Debugging

Headword:
καταψύχω
Headword (normalized):
καταψύχω
Headword (normalized/stripped):
καταψυχω
IDX:
17430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17447
Key:
katayu/xw

Data

{'content': 'καταψύχω\n fut. ξω\n to cool, chill, Arist.:—Pass., perf. κατέψυγμαι, aor1 κατεψύχθην and 2 κατεψύγην [ῠ]:: — to be chilled, become cold, of persons, Arist., Plut.\n Pass., of a country, to be dried or parched up, Plut.\n κατ-εβλᾱκευμένως, adv.', 'key': 'katayu/xw'}