Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρίζω
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
καταψηφίζομαι
καταψηφιστέος
καταψήχω
καταψύχω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγύη
κατέδω
κατείβω
κατεῖδον
κατείδωλος
κατεικάζω
κατειλέω
View word page
καταψήχω
καταψήχω fut. ξω to rub down, pound in a mortar: — Pass. to crumble away, perf. κατέψηκται Soph. to stroke down, caress, Lat. mulceo, ἵππους Eur.
ShortDef
to rub down, pound in a mortar
Debugging
Headword:
καταψήχω
Headword (normalized):
καταψήχω
Headword (normalized/stripped):
καταψηχω
IDX:
17429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17446
Key:
katayh/xw
Data
{'content': 'καταψήχω\n fut. ξω\n to rub down, pound in a mortar: — Pass. to crumble away, perf. κατέψηκται Soph.\n to stroke down, caress, Lat. mulceo, ἵππους Eur.', 'key': 'katayh/xw'}