καταψηφιστέος
καταψηφιστέος
verb. adj. from καταψηφίζομαι
καταψηφιστέος, ον
one must condemn, Xen.
{
"content": "καταψηφιστέος\n verb. adj. from καταψηφίζομαι\n καταψηφιστέος, ον\n one must condemn, Xen.",
"key": "katayhfiste/os"
}