Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρίζω
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
καταψηφίζομαι
καταψηφιστέος
καταψήχω
καταψύχω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγύη
κατέδω
κατείβω
κατεῖδον
κατείδωλος
κατεικάζω
View word page
καταψηφιστέος
καταψηφιστέος verb. adj. from καταψηφίζομαι καταψηφιστέος, ον one must condemn, Xen.

ShortDef

one must condemn

Debugging

Headword:
καταψηφιστέος
Headword (normalized):
καταψηφιστέος
Headword (normalized/stripped):
καταψηφιστεος
IDX:
17428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17445
Key:
katayhfiste/os

Data

{'content': 'καταψηφιστέος\n verb. adj. from καταψηφίζομαι\n καταψηφιστέος, ον\n one must condemn, Xen.', 'key': 'katayhfiste/os'}