Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταχρώζω
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρίζω
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
καταψηφίζομαι
καταψηφιστέος
καταψήχω
καταψύχω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγύη
κατέδω
κατείβω
κατεῖδον
κατείδωλος
View word page
καταψηφίζομαι
καταψηφίζομαι fut. Attic ιοῦμαι Mid. to vote against or in condemnation of, τινος Plat., Xen.; κ. τινος κλοπήν to find him guilty of theft, Plat.; so in perf. pass., κατεψηφισμένοι αὐτοῦ θάνατον Xen. Pass., in perf. and aor1 pass., to be condemned, Plat., Dem.:—of the sentence, to be pronounced against, δίκη κατεψηφισμένη τινός Thuc.; κατεψηφισμένος ἦν μου ὁ θάνατος Xen. to vote in affirmation, Arist.

ShortDef

to vote against

Debugging

Headword:
καταψηφίζομαι
Headword (normalized):
καταψηφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταψηφιζομαι
IDX:
17427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17444
Key:
katayhfi/zomai

Data

{'content': 'καταψηφίζομαι\n fut. Attic ιοῦμαι\n Mid. to vote against or in condemnation of, τινος Plat., Xen.; κ. τινος κλοπήν to find him guilty of theft, Plat.; so in perf. pass., κατεψηφισμένοι αὐτοῦ θάνατον Xen.\n Pass., in perf. and aor1 pass., to be condemned, Plat., Dem.:—of the sentence, to be pronounced against, δίκη κατεψηφισμένη τινός Thuc.; κατεψηφισμένος ἦν μου ὁ θάνατος Xen.\n to vote in affirmation, Arist.', 'key': 'katayhfi/zomai'}