Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταχρέμπτομαι
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρίζω
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
καταψηφίζομαι
καταψηφιστέος
καταψήχω
καταψύχω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγύη
κατέδω
View word page
καταψεκάζω
καταψεκάζω Attic -ψακάζω fut. σω to wet by continual dropping, Aesch., Plut.
ShortDef
to wet by continual dropping
Debugging
Headword:
καταψεκάζω
Headword (normalized):
καταψεκάζω
Headword (normalized/stripped):
καταψεκαζω
IDX:
17424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17441
Key:
katayeka/zw
Data
{'content': 'καταψεκάζω\n Attic -ψακάζω\n fut. σω\n to wet by continual dropping, Aesch., Plut.', 'key': 'katayeka/zw'}