Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρίζω
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
καταψηφίζομαι
καταψηφιστέος
καταψήχω
καταψύχω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγύη
View word page
καταψάω
καταψάω fut. ήσω to stroke with the hand, to stroke, caress, καταψῶσα αὐτοῦ τὴν κεφαλήν Hdt.; καταψῶν αὐτὸν τὸν κάνθαρον, ὥσπερ πωλίον Ar.

ShortDef

to stroke with the hand, to stroke, caress

Debugging

Headword:
καταψάω
Headword (normalized):
καταψάω
Headword (normalized/stripped):
καταψαω
IDX:
17423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17440
Key:
kataya/w

Data

{'content': 'καταψάω\n fut. ήσω\n to stroke with the hand, to stroke, caress, καταψῶσα αὐτοῦ τὴν κεφαλήν Hdt.; καταψῶν αὐτὸν τὸν κάνθαρον, ὥσπερ πωλίον Ar.', 'key': 'kataya/w'}