Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμενηνόω
ἀμέργω
ἀμέρδω
ἀμερής
ἀμέριμνος
ἀμετακίνητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετανόητος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρία
ἀμετρόβιος
ἀμετροεπής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσίπορος
View word page
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστρεπτος μεταστρέφομαι without turning about.
ShortDef
without turning about
Debugging
Headword:
ἀμετάστρεπτος
Headword (normalized):
ἀμετάστρεπτος
Headword (normalized/stripped):
αμεταστρεπτος
IDX:
1744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1744
Key:
a)meta/streptos
Data
{'content': 'ἀμετάστρεπτος\n μεταστρέφομαι\n without turning about.', 'key': 'a)meta/streptos'}