Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταχραίνω
καταχράομαι
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρίζω
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
καταψηφίζομαι
καταψηφιστέος
καταψήχω
καταψύχω
κατεβλακευμένως
View word page
καταχωρίζω
καταχωρίζω fut. Attic ιῶ to set in a place, place in position, Xen.:—Pass. to take up a position, Xen.

ShortDef

to set in a place, place in position

Debugging

Headword:
καταχωρίζω
Headword (normalized):
καταχωρίζω
Headword (normalized/stripped):
καταχωριζω
IDX:
17421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17438
Key:
kataxwri/zw

Data

{'content': 'καταχωρίζω\n fut. Attic ιῶ\n to set in a place, place in position, Xen.:—Pass. to take up a position, Xen.', 'key': 'kataxwri/zw'}