Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταχορδεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρίζω
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
καταψηφίζομαι
καταψηφιστέος
καταψήχω
View word page
καταχωνεύω
καταχωνεύω fut. σω to melt down, Dem.
ShortDef
to melt down
Debugging
Headword:
καταχωνεύω
Headword (normalized):
καταχωνεύω
Headword (normalized/stripped):
καταχωνευω
IDX:
17419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17436
Key:
kataxwneu/w
Data
{'content': 'καταχωνεύω\n fut. σω\n to melt down, Dem.', 'key': 'kataxwneu/w'}