Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταχής
καταχθόνιος
καταχορδεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρίζω
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
καταψηφίζομαι
View word page
καταχρώζω
καταχρώζω or -χρώννῡμι fut. -χρώσω to colour:— Pass. to be stained, Eur.

ShortDef

to colour

Debugging

Headword:
καταχρώζω
Headword (normalized):
καταχρώζω
Headword (normalized/stripped):
καταχρωζω
IDX:
17417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17434
Key:
kataxrw/zw

Data

{'content': 'καταχρώζω\n or -χρώννῡμι\n fut. -χρώσω\n to colour:— Pass. to be stained, Eur.', 'key': 'kataxrw/zw'}