Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταχηρεύω
καταχής
καταχθόνιος
καταχορδεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρίζω
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
View word page
καταχρυσόω
καταχρυσόω fut. ώσω to cover with gold-leaf, gild, Hdt. to make golden (i. e. splendid), Plut.
ShortDef
to cover with gold-leaf, gild
Debugging
Headword:
καταχρυσόω
Headword (normalized):
καταχρυσόω
Headword (normalized/stripped):
καταχρυσοω
IDX:
17416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17433
Key:
kataxruso/w
Data
{'content': 'καταχρυσόω\n fut. ώσω\n to cover with gold-leaf, gild, Hdt.\n to make golden (i. e. splendid), Plut.', 'key': 'kataxruso/w'}