Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθόνιος
καταχορδεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρίζω
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψεύδομαι
View word page
κατάχρυσος
κατάχρυσος κατά-χρῡσος, ον overlaid with gold-leaf, gilded, Luc.
ShortDef
overlaid with gold-leaf, gilded
Debugging
Headword:
κατάχρυσος
Headword (normalized):
κατάχρυσος
Headword (normalized/stripped):
καταχρυσος
IDX:
17415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17432
Key:
kata/xrusos
Data
{'content': 'κατάχρυσος\n κατά-χρῡσος, ον\n overlaid with gold-leaf, gilded, Luc.', 'key': 'kata/xrusos'}