Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθόνιος
καταχορδεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρίζω
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
View word page
καταχρέμπτομαι
καταχρέμπτομαι Dep. to spit upon, τινος Ar.

ShortDef

to spit upon

Debugging

Headword:
καταχρέμπτομαι
Headword (normalized):
καταχρέμπτομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχρεμπτομαι
IDX:
17414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17431
Key:
kataxre/mptomai

Data

{'content': 'καταχρέμπτομαι\n Dep. to spit upon, τινος Ar.', 'key': 'kataxre/mptomai'}