Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταχειροτονία
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθόνιος
καταχορδεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρίζω
καταψάλλω
καταψάω
View word page
καταχρειόομαι
καταχρειόομαι χρέος Pass. to be ill-treated, perf. part. κατηχρειωμένη Anth.
ShortDef
to be ill-treated
Debugging
Headword:
καταχρειόομαι
Headword (normalized):
καταχρειόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχρειοομαι
IDX:
17413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17430
Key:
kataxreio/omai
Data
{'content': 'καταχρειόομαι\n χρέος\n Pass. to be ill-treated, perf. part. κατηχρειωμένη Anth.', 'key': 'kataxreio/omai'}