ἀμεταστρεπτί
ἀμεταστρεπτί
from ἀμετάστρεπτος
adv. ἀμεταστρεπτί_ , or ἀμεταστρεπτεί, without turning, straight forward, ἰέναι, φεύγειν Plat.
{
"content": "ἀμεταστρεπτί\n from ἀμετάστρεπτος\n adv. ἀμεταστρεπτί_ , or ἀμεταστρεπτεί, without turning, straight forward, ἰέναι, φεύγειν Plat.",
"key": "a)metastrepti/"
}