Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμέργω
ἀμέρδω
ἀμερής
ἀμέριμνος
ἀμετακίνητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετανόητος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρία
ἀμετρόβιος
ἀμετροεπής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
View word page
ἀμεταστρεπτί
ἀμεταστρεπτί from ἀμετάστρεπτος adv. ἀμεταστρεπτί_ , or ἀμεταστρεπτεί, without turning, straight forward, ἰέναι, φεύγειν Plat.
ShortDef
without turning, straight forward
Debugging
Headword:
ἀμεταστρεπτί
Headword (normalized):
ἀμεταστρεπτί
Headword (normalized/stripped):
αμεταστρεπτι
IDX:
1743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1743
Key:
a)metastrepti/
Data
{'content': 'ἀμεταστρεπτί\n from ἀμετάστρεπτος\n adv. ἀμεταστρεπτί_ , or ἀμεταστρεπτεί, without turning, straight forward, ἰέναι, φεύγειν Plat.', 'key': 'a)metastrepti/'}