Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταχέζω
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθόνιος
καταχορδεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρίζω
View word page
καταχραίνω
καταχραίνω Mid. to besprinkle, Anth.
ShortDef
befoul, mid. sprinkle
Debugging
Headword:
καταχραίνω
Headword (normalized):
καταχραίνω
Headword (normalized/stripped):
καταχραινω
IDX:
17411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17427
Key:
kataxrai/nomai
Data
{'content': 'καταχραίνω\n Mid. to besprinkle, Anth.', 'key': 'kataxrai/nomai'}