Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάχαρμα
καταχέζω
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθόνιος
καταχορδεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχώννυμι
View word page
καταχορηγέω
καταχορηγέω fut. ήσω to lavish as χορηγός: generally, to spend lavishly, squander, Plut.
ShortDef
to lavish as χορηγός; to spend lavishly, squander
Debugging
Headword:
καταχορηγέω
Headword (normalized):
καταχορηγέω
Headword (normalized/stripped):
καταχορηγεω
IDX:
17410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17426
Key:
kataxorhge/w
Data
{'content': 'καταχορηγέω\n fut. ήσω\n to lavish as χορηγός: generally, to spend lavishly, squander, Plut.', 'key': 'kataxorhge/w'}