Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταχαίρω
καταχαλαζάω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχέζω
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθόνιος
καταχορδεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
View word page
καταχέζω
καταχέζω aor1 κατ-έχεσα to befoul, τινός Ar.
ShortDef
to befoul
Debugging
Headword:
καταχέζω
Headword (normalized):
καταχέζω
Headword (normalized/stripped):
καταχεζω
IDX:
17401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17417
Key:
kataxe/zw
Data
{'content': 'καταχέζω\n aor1 κατ-έχεσα\n to befoul, τινός Ar.', 'key': 'kataxe/zw'}