Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταφύομαι
κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταχαίρω
καταχαλαζάω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχέζω
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθόνιος
καταχορδεύω
καταχορηγέω
View word page
κατάχαρμα
κατάχαρμα κατάχαρμα, ατος, τό, καταχαίρω a mockery, Theogn.
ShortDef
a mockery
Debugging
Headword:
κατάχαρμα
Headword (normalized):
κατάχαρμα
Headword (normalized/stripped):
καταχαρμα
IDX:
17400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17416
Key:
kata/xarma
Data
{'content': 'κατάχαρμα\n κατάχαρμα, ατος, τό,\n καταχαίρω\n a mockery, Theogn.', 'key': 'kata/xarma'}