Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταφυγγάνω
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
καταφύομαι
κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταχαίρω
καταχαλαζάω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχέζω
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχέω
καταχήνη
View word page
καταχαίρω
καταχαίρω to exult over, c. dat., Hdt.; absol., καταχαίρων with malignant joy, Hdt.
ShortDef
to exult over
Debugging
Headword:
καταχαίρω
Headword (normalized):
καταχαίρω
Headword (normalized/stripped):
καταχαιρω
IDX:
17395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17411
Key:
kataxai/rw
Data
{'content': 'καταχαίρω\n to exult over, c. dat., Hdt.; absol., καταχαίρων with malignant joy, Hdt.', 'key': 'kataxai/rw'}