Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταφρύγω
καταφυγγάνω
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
καταφύομαι
κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταχαίρω
καταχαλαζάω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχέζω
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχέω
View word page
καταφωτίζω
καταφωτίζω fut. σω to illuminate, light up, Anth.
ShortDef
to illuminate, light up
Debugging
Headword:
καταφωτίζω
Headword (normalized):
καταφωτίζω
Headword (normalized/stripped):
καταφωτιζω
IDX:
17394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17410
Key:
katafwti/zw
Data
{'content': 'καταφωτίζω\n fut. σω\n to illuminate, light up, Anth.', 'key': 'katafwti/zw'}