Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταφρονητικός
καταφροντίζω
καταφρύγω
καταφυγγάνω
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
καταφύομαι
κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταχαίρω
καταχαλαζάω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχέζω
καταχειροτονέω
View word page
καταφωράω
καταφωράω fut. άσω to catch in a theft: to catch in the act, detect, discover, Thuc., Xen.
ShortDef
to catch in a theft: to catch in the act, detect, discover
Debugging
Headword:
καταφωράω
Headword (normalized):
καταφωράω
Headword (normalized/stripped):
καταφωραω
IDX:
17392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17408
Key:
katafwra/w
Data
{'content': 'καταφωράω\n fut. άσω\n to catch in a theft: to catch in the act, detect, discover, Thuc., Xen.', 'key': 'katafwra/w'}