Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταφρόνησις
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφροντίζω
καταφρύγω
καταφυγγάνω
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
καταφύομαι
κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταχαίρω
καταχαλαζάω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
View word page
καταφύομαι
καταφύομαι Pass., with aor2 act. κατ-έφυν perf. -πέφυκα to be produced, Plut.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταφύομαι
Headword (normalized):
καταφύομαι
Headword (normalized/stripped):
καταφυομαι
IDX:
17390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17406
Key:
katafu/omai
Data
{'content': 'καταφύομαι\n Pass., with aor2 act. κατ-έφυν\n perf. -πέφυκα\n to be produced, Plut.', 'key': 'katafu/omai'}