Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφροντίζω
καταφρύγω
καταφυγγάνω
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
καταφύομαι
κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταχαίρω
καταχαλαζάω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαρίζομαι
View word page
καταφυτεύω
καταφυτεύω fut. σω to plant, Plut., Luc.
ShortDef
to plant
Debugging
Headword:
καταφυτεύω
Headword (normalized):
καταφυτεύω
Headword (normalized/stripped):
καταφυτευω
IDX:
17389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17405
Key:
katafuteu/w
Data
{'content': 'καταφυτεύω\n fut. σω\n to plant, Plut., Luc.', 'key': 'katafuteu/w'}