Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάφρακτος
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφροντίζω
καταφρύγω
καταφυγγάνω
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
καταφύομαι
κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταχαίρω
καταχαλαζάω
View word page
καταφυγή
καταφυγή καταφῠγή, ἡ, a refuge, place of refuge, Hdt., Eur.: c. gen., κ. κακῶν refuge from evils, Eur., Thuc. a way of escape, excuse, Dem.

ShortDef

a refuge, place of refuge

Debugging

Headword:
καταφυγή
Headword (normalized):
καταφυγή
Headword (normalized/stripped):
καταφυγη
IDX:
17386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17402
Key:
katafugh/

Data

{'content': 'καταφυγή\n καταφῠγή, ἡ,\n a refuge, place of refuge, Hdt., Eur.: c. gen., κ. κακῶν refuge from evils, Eur., Thuc.\n a way of escape, excuse, Dem.', 'key': 'katafugh/'}