Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταφράζω
κατάφρακτος
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφροντίζω
καταφρύγω
καταφυγγάνω
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
καταφύομαι
κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταχαίρω
View word page
καταφυγγάνω
καταφυγγάνω = καταφεύγω, Hdt., Aeschin.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταφυγγάνω
Headword (normalized):
καταφυγγάνω
Headword (normalized/stripped):
καταφυγγανω
IDX:
17385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17401
Key:
katafugga/nw
Data
{'content': 'καταφυγγάνω\n = καταφεύγω, Hdt., Aeschin.', 'key': 'katafugga/nw'}