Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμέλλητος
ἄμεμπτος
ἀμεμφία
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμέργω
ἀμέρδω
ἀμερής
ἀμέριμνος
ἀμετακίνητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετανόητος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρία
ἀμετρόβιος
ἀμετροεπής
View word page
ἀμεταμέλητος
ἀμεταμέλητος μεταμέλομαι not to be repented of, Plat. of persons, unrepentant, Arist.

ShortDef

not to be repented of

Debugging

Headword:
ἀμεταμέλητος
Headword (normalized):
ἀμεταμέλητος
Headword (normalized/stripped):
αμεταμελητος
IDX:
1740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1740
Key:
a)metame/lhtos

Data

{'content': 'ἀμεταμέλητος\n μεταμέλομαι\n not to be repented of, Plat.\n of persons, unrepentant, Arist.', 'key': 'a)metame/lhtos'}