Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἅγιος
ἁγιστεία
ἁγιστεύω
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
ἀγκάλη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκύλη
ἀγκύλιον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδους
View word page
ἀγκάς
ἀγκάς in or into the arms, Hom., Theocr.

ShortDef

in the arms

Debugging

Headword:
ἀγκάς
Headword (normalized):
ἀγκάς
Headword (normalized/stripped):
αγκας
IDX:
174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n174
Key:
a)gka/s

Data

{'content': 'ἀγκάς\n in or into the arms, Hom., Theocr.', 'key': 'a)gka/s'}