Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορέω
καταφράζω
κατάφρακτος
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφροντίζω
καταφρύγω
καταφυγγάνω
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
καταφύομαι
κατάφυτος
καταφωράω
View word page
καταφρονητικός
καταφρονητικός καταφρονητικός, ή, όν from καταφρονέω contemptuous, Arist. adv. -κῶς, Xen.
ShortDef
contemptuous
Debugging
Headword:
καταφρονητικός
Headword (normalized):
καταφρονητικός
Headword (normalized/stripped):
καταφρονητικος
IDX:
17382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17398
Key:
katafronhtiko/s
Data
{'content': 'καταφρονητικός\n καταφρονητικός, ή, όν\n from καταφρονέω\n contemptuous, Arist. adv. -κῶς, Xen.', 'key': 'katafronhtiko/s'}