καταφρονητικός
καταφρονητικός
καταφρονητικός, ή, όν
from καταφρονέω
contemptuous, Arist. adv. -κῶς, Xen.
{ "content": "καταφρονητικός\n καταφρονητικός, ή, όν\n from καταφρονέω\n contemptuous, Arist. adv. -κῶς, Xen.", "key": "katafronhtiko/s" }