Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταφοβέω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορέω
καταφράζω
κατάφρακτος
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφροντίζω
καταφρύγω
καταφυγγάνω
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
καταφύομαι
κατάφυτος
View word page
καταφρονητής
καταφρονητής καταφρονητής, οῦ, from καταφρονέω a despiser, Plut.
ShortDef
a despiser
Debugging
Headword:
καταφρονητής
Headword (normalized):
καταφρονητής
Headword (normalized/stripped):
καταφρονητης
IDX:
17381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17397
Key:
katafronhth/s
Data
{'content': 'καταφρονητής\n καταφρονητής, οῦ,\n from καταφρονέω\n a despiser, Plut.', 'key': 'katafronhth/s'}