Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταφιλέω
καταφλέγω
καταφοβέω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορέω
καταφράζω
κατάφρακτος
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφροντίζω
καταφρύγω
καταφυγγάνω
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
View word page
καταφρόνημα
καταφρόνημα from καταφρονέω καταφρόνημα, ατος, τό, contempt of others, μὴ φρόνημα μόνον, ἀλλὰ καταφρ. not only spirit, but a spirit of disdain, Thuc.
ShortDef
contempt
Debugging
Headword:
καταφρόνημα
Headword (normalized):
καταφρόνημα
Headword (normalized/stripped):
καταφρονημα
IDX:
17379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17395
Key:
katafro/nhma
Data
{'content': 'καταφρόνημα\n from καταφρονέω\n καταφρόνημα, ατος, τό,\n contempt of others, μὴ φρόνημα μόνον, ἀλλὰ καταφρ. not only spirit, but a spirit of disdain, Thuc.', 'key': 'katafro/nhma'}