Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταφθινύθω
καταφθίνω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφλέγω
καταφοβέω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορέω
καταφράζω
κατάφρακτος
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφροντίζω
καταφρύγω
καταφυγγάνω
View word page
καταφράζω
καταφράζω fut. σω to declare, Pind.:—Mid., with aor1 pass. and mid., to consider, think upon, ponder, Hes.; καταφρασθείς observed, Hdt.

ShortDef

to declare

Debugging

Headword:
καταφράζω
Headword (normalized):
καταφράζω
Headword (normalized/stripped):
καταφραζω
IDX:
17375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17391
Key:
katafra/zw

Data

{'content': 'καταφράζω\n fut. σω\n to declare, Pind.:—Mid., with aor1 pass. and mid., to consider, think upon, ponder, Hes.; καταφρασθείς observed, Hdt.', 'key': 'katafra/zw'}