Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταφθείρω
καταφθινύθω
καταφθίνω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφλέγω
καταφοβέω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορέω
καταφράζω
κατάφρακτος
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφροντίζω
καταφρύγω
View word page
καταφορέω
καταφορέω fut. ήσω Frequent. of καταφέρω of a river, to carry down gold dust, Hdt. to pour like a stream over, τί τινος Plat.

ShortDef

to carry down

Debugging

Headword:
καταφορέω
Headword (normalized):
καταφορέω
Headword (normalized/stripped):
καταφορεω
IDX:
17374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17390
Key:
katafore/w

Data

{'content': 'καταφορέω\n fut. ήσω\n Frequent. of καταφέρω\n of a river, to carry down gold dust, Hdt.\n to pour like a stream over, τί τινος Plat.', 'key': 'katafore/w'}