Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμέλητος
ἀμέλλητος
ἄμεμπτος
ἀμεμφία
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμέργω
ἀμέρδω
ἀμερής
ἀμέριμνος
ἀμετακίνητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετανόητος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρία
ἀμετρόβιος
View word page
ἀμετακίνητος
ἀμετακίνητος immovable: adv. ἀμετακινήτως, Arist.

ShortDef

immovable

Debugging

Headword:
ἀμετακίνητος
Headword (normalized):
ἀμετακίνητος
Headword (normalized/stripped):
αμετακινητος
IDX:
1739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1739
Key:
a)metaki/nhtos

Data

{'content': 'ἀμετακίνητος\n immovable: adv. ἀμετακινήτως, Arist.', 'key': 'a)metaki/nhtos'}