Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταφθατέομαι
καταφθείρω
καταφθινύθω
καταφθίνω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφλέγω
καταφοβέω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορέω
καταφράζω
κατάφρακτος
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφροντίζω
View word page
καταφονεύω
καταφονεύω fut. σω to slaughter, Hdt., Eur., etc.
ShortDef
to slaughter
Debugging
Headword:
καταφονεύω
Headword (normalized):
καταφονεύω
Headword (normalized/stripped):
καταφονευω
IDX:
17373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17389
Key:
katafoneu/w
Data
{'content': 'καταφονεύω\n fut. σω\n to slaughter, Hdt., Eur., etc.', 'key': 'katafoneu/w'}