Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταφημίζω
καταφθατέομαι
καταφθείρω
καταφθινύθω
καταφθίνω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφλέγω
καταφοβέω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορέω
καταφράζω
κατάφρακτος
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητής
καταφρονητικός
View word page
καταφοιτάω
καταφοιτάω Ionic -έω fut. ήσω to come down constantly or regularly, as wild beasts from the mountains to prey, Hdt.
ShortDef
to come down constantly
Debugging
Headword:
καταφοιτάω
Headword (normalized):
καταφοιτάω
Headword (normalized/stripped):
καταφοιταω
IDX:
17372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17388
Key:
katafoita/w
Data
{'content': 'καταφοιτάω\n Ionic -έω\n fut. ήσω\n to come down constantly or regularly, as wild beasts from the mountains to prey, Hdt.', 'key': 'katafoita/w'}