Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάφημι
καταφημίζω
καταφθατέομαι
καταφθείρω
καταφθινύθω
καταφθίνω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφλέγω
καταφοβέω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορέω
καταφράζω
κατάφρακτος
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητής
View word page
καταφοβέω
καταφοβέω fut. ήσω to strike with fear, Thuc.:— Pass., c. fut. mid. to be greatly afraid of, τι Ar.; absol., καταφοβηθείς Thuc.
ShortDef
to strike with fear
Debugging
Headword:
καταφοβέω
Headword (normalized):
καταφοβέω
Headword (normalized/stripped):
καταφοβεω
IDX:
17371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17387
Key:
katafobe/w
Data
{'content': 'καταφοβέω\n fut. ήσω\n to strike with fear, Thuc.:— Pass., c. fut. mid. to be greatly afraid of, τι Ar.; absol., καταφοβηθείς Thuc.', 'key': 'katafobe/w'}