Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταφευκτέος
κατάφευξις
κατάφημι
καταφημίζω
καταφθατέομαι
καταφθείρω
καταφθινύθω
καταφθίνω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφλέγω
καταφοβέω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορέω
καταφράζω
κατάφρακτος
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
View word page
καταφιλέω
καταφιλέω fut. ήσω to kiss tenderly, to caress, Xen.
ShortDef
to kiss tenderly, to caress
Debugging
Headword:
καταφιλέω
Headword (normalized):
καταφιλέω
Headword (normalized/stripped):
καταφιλεω
IDX:
17369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17385
Key:
katafile/w
Data
{'content': 'καταφιλέω\n fut. ήσω\n to kiss tenderly, to caress, Xen.', 'key': 'katafile/w'}