Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταφέρω
καταφεύγω
καταφευκτέος
κατάφευξις
κατάφημι
καταφημίζω
καταφθατέομαι
καταφθείρω
καταφθινύθω
καταφθίνω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφλέγω
καταφοβέω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορέω
καταφράζω
κατάφρακτος
καταφράσσω
View word page
καταφθορά
καταφθορά καταφθορά, ἡ, καταφθείρω destruction, death, Eur. metaph. confusion, φρενῶν Aesch.
ShortDef
destruction, death
Debugging
Headword:
καταφθορά
Headword (normalized):
καταφθορά
Headword (normalized/stripped):
καταφθορα
IDX:
17367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17383
Key:
katafqora/
Data
{'content': 'καταφθορά\n καταφθορά, ἡ,\n καταφθείρω\n destruction, death, Eur.\n metaph. confusion, φρενῶν Aesch.', 'key': 'katafqora/'}