Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταφατίζω
καταφαυλίζω
καταφερής
καταφέρω
καταφεύγω
καταφευκτέος
κατάφευξις
κατάφημι
καταφημίζω
καταφθατέομαι
καταφθείρω
καταφθινύθω
καταφθίνω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφλέγω
καταφοβέω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορέω
View word page
καταφθείρω
καταφθείρω fut. -φθερῶ to destroy or spoil utterly, bring to naught, Aesch., Soph., etc.
ShortDef
to destroy
Debugging
Headword:
καταφθείρω
Headword (normalized):
καταφθείρω
Headword (normalized/stripped):
καταφθειρω
IDX:
17364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17380
Key:
katafqei/rw
Data
{'content': 'καταφθείρω\n fut. -φθερῶ\n to destroy or spoil utterly, bring to naught, Aesch., Soph., etc.', 'key': 'katafqei/rw'}