Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταφαρμακεύω
καταφαρμάσσω
καταφατίζω
καταφαυλίζω
καταφερής
καταφέρω
καταφεύγω
καταφευκτέος
κατάφευξις
κατάφημι
καταφημίζω
καταφθατέομαι
καταφθείρω
καταφθινύθω
καταφθίνω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφλέγω
καταφοβέω
καταφοιτάω
View word page
καταφημίζω
καταφημίζω fut. σω aor1 -εφήμισα Doric -εφάμιξα to spread a report abroad, announce, Pind.
ShortDef
to spread a report abroad, announce
Debugging
Headword:
καταφημίζω
Headword (normalized):
καταφημίζω
Headword (normalized/stripped):
καταφημιζω
IDX:
17362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17378
Key:
katafhmi/zw
Data
{'content': 'καταφημίζω\n fut. σω\n aor1 -εφήμισα\n Doric -εφάμιξα\n to spread a report abroad, announce, Pind.', 'key': 'katafhmi/zw'}