Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταυχέω
καταφαγεῖν
καταφαίνω
καταφανής
καταφαρμακεύω
καταφαρμάσσω
καταφατίζω
καταφαυλίζω
καταφερής
καταφέρω
καταφεύγω
καταφευκτέος
κατάφευξις
κατάφημι
καταφημίζω
καταφθατέομαι
καταφθείρω
καταφθινύθω
καταφθίνω
καταφθορά
καταφίημι
View word page
καταφεύγω
καταφεύγω fut. -φεύξομαι to flee for refuge, Hdt.; c. acc., κ. βωμόν to flee for refuge to the altar, Eur.; κ. ἐν τόπῳ to flee and take refuge in a place, Xen.; to flee for protection, ὃς ἂν καταφυγῇ ἐς τούτους Hdt.; so, κ. ἐπί τινα, πρός τινα Dem. ἐκ τῆς μάχης κ. to escape from . . , Hdt. to have recourse to, εἰς τοὺς λόγους Plat.; ἐπὶ τὸν δικαστήν Arist. εἰς τὴν τοῦ βίου μετριότητα to fall back upon, appeal to, Dem.

ShortDef

to flee for refuge

Debugging

Headword:
καταφεύγω
Headword (normalized):
καταφεύγω
Headword (normalized/stripped):
καταφευγω
IDX:
17358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17374
Key:
katafeu/gw

Data

{'content': 'καταφεύγω\n fut. -φεύξομαι\n to flee for refuge, Hdt.; c. acc., κ. βωμόν to flee for refuge to the altar, Eur.; κ. ἐν τόπῳ to flee and take refuge in a place, Xen.; to flee for protection, ὃς ἂν καταφυγῇ ἐς τούτους Hdt.; so, κ. ἐπί τινα, πρός τινα Dem.\n ἐκ τῆς μάχης κ. to escape from . . , Hdt.\n to have recourse to, εἰς τοὺς λόγους Plat.; ἐπὶ τὸν δικαστήν Arist.\n εἰς τὴν τοῦ βίου μετριότητα to fall back upon, appeal to, Dem.', 'key': 'katafeu/gw'}