Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταυλέω
καταυλίζομαι
καταυχέω
καταφαγεῖν
καταφαίνω
καταφανής
καταφαρμακεύω
καταφαρμάσσω
καταφατίζω
καταφαυλίζω
καταφερής
καταφέρω
καταφεύγω
καταφευκτέος
κατάφευξις
κατάφημι
καταφημίζω
καταφθατέομαι
καταφθείρω
καταφθινύθω
καταφθίνω
View word page
καταφερής
καταφερής κατα-φερής, ές φέρομαι going down, εὖτε ἂν κ. γίνηται ὁ ἥλιος when the sun is near setting, Hdt.; of ground, sloping downwards, Lat. declivis, Xen. inclined, Lat. proclivis, pronus, πρὸς οἶνον Plut.

ShortDef

going down

Debugging

Headword:
καταφερής
Headword (normalized):
καταφερής
Headword (normalized/stripped):
καταφερης
IDX:
17356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17372
Key:
kataferh/s

Data

{'content': 'καταφερής\n κατα-φερής, ές\n φέρομαι\n going down, εὖτε ἂν κ. γίνηται ὁ ἥλιος when the sun is near setting, Hdt.; of ground, sloping downwards, Lat. declivis, Xen.\n inclined, Lat. proclivis, pronus, πρὸς οἶνον Plut.', 'key': 'kataferh/s'}