Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατατυγχάνω
καταυγάζω
καταυγασμός
καταυδάω
καταυλέω
καταυλίζομαι
καταυχέω
καταφαγεῖν
καταφαίνω
καταφανής
καταφαρμακεύω
καταφαρμάσσω
καταφατίζω
καταφαυλίζω
καταφερής
καταφέρω
καταφεύγω
καταφευκτέος
κατάφευξις
κατάφημι
καταφημίζω
View word page
καταφαρμακεύω
καταφαρμακεύω fut. σω to anoint with drugs or charms, to enchant, bewitch, Plat.
ShortDef
to anoint with drugs
Debugging
Headword:
καταφαρμακεύω
Headword (normalized):
καταφαρμακεύω
Headword (normalized/stripped):
καταφαρμακευω
IDX:
17352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17368
Key:
katafarmakeu/w
Data
{'content': 'καταφαρμακεύω\n fut. σω\n to anoint with drugs or charms, to enchant, bewitch, Plat.', 'key': 'katafarmakeu/w'}