Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατατρίζω
κατατρύζω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
κατατυγχάνω
καταυγάζω
καταυγασμός
καταυδάω
καταυλέω
καταυλίζομαι
καταυχέω
καταφαγεῖν
καταφαίνω
καταφανής
καταφαρμακεύω
καταφαρμάσσω
καταφατίζω
καταφαυλίζω
καταφερής
καταφέρω
View word page
καταυλίζομαι
καταυλίζομαι aor1 κατηυλίσθην later κατηυλισάμην Dep., to be under shelter of a hall, house, tent, Soph., Eur.

ShortDef

to be under shelter of a hall, house, tent

Debugging

Headword:
καταυλίζομαι
Headword (normalized):
καταυλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταυλιζομαι
IDX:
17347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17363
Key:
katauli/zomai

Data

{'content': 'καταυλίζομαι\n aor1 κατηυλίσθην\n later κατηυλισάμην\n Dep., to be under shelter of a hall, house, tent, Soph., Eur.', 'key': 'katauli/zomai'}