Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατατραυματίζω
κατατρέχω
κατατρίβω
κατατρίζω
κατατρύζω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
κατατυγχάνω
καταυγάζω
καταυγασμός
καταυδάω
καταυλέω
καταυλίζομαι
καταυχέω
καταφαγεῖν
καταφαίνω
καταφανής
καταφαρμακεύω
καταφαρμάσσω
καταφατίζω
View word page
καταυγασμός
καταυγασμός from καταυγάζω καταυγασμός, οῦ, a shining brightly, Plut.

ShortDef

a shining brightly

Debugging

Headword:
καταυγασμός
Headword (normalized):
καταυγασμός
Headword (normalized/stripped):
καταυγασμος
IDX:
17344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17360
Key:
kataugasmo/s

Data

{'content': 'καταυγασμός\n from καταυγάζω\n καταυγασμός, οῦ,\n a shining brightly, Plut.', 'key': 'kataugasmo/s'}