Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατατοξεύω
κατατραυματίζω
κατατρέχω
κατατρίβω
κατατρίζω
κατατρύζω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
κατατυγχάνω
καταυγάζω
καταυγασμός
καταυδάω
καταυλέω
καταυλίζομαι
καταυχέω
καταφαγεῖν
καταφαίνω
καταφανής
καταφαρμακεύω
καταφαρμάσσω
View word page
καταυγάζω
καταυγάζω fut. σω to shine upon: Mid. to gaze at, see, Anth.

ShortDef

to shine upon

Debugging

Headword:
καταυγάζω
Headword (normalized):
καταυγάζω
Headword (normalized/stripped):
καταυγαζω
IDX:
17343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17359
Key:
katauga/zw

Data

{'content': 'καταυγάζω\n fut. σω\n to shine upon: Mid. to gaze at, see, Anth.', 'key': 'katauga/zw'}