Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατατομή
κατατοξεύω
κατατραυματίζω
κατατρέχω
κατατρίβω
κατατρίζω
κατατρύζω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
κατατυγχάνω
καταυγάζω
καταυγασμός
καταυδάω
καταυλέω
καταυλίζομαι
καταυχέω
καταφαγεῖν
καταφαίνω
καταφανής
καταφαρμακεύω
View word page
κατατυγχάνω
κατατυγχάνω fut. -τεύξομαι to hit oneʼs mark, to be successful, Dem.

ShortDef

to hit one's mark, to be successful

Debugging

Headword:
κατατυγχάνω
Headword (normalized):
κατατυγχάνω
Headword (normalized/stripped):
κατατυγχανω
IDX:
17342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17358
Key:
katatugxa/nw

Data

{'content': 'κατατυγχάνω\n fut. -τεύξομαι\n to hit oneʼs mark, to be successful, Dem.', 'key': 'katatugxa/nw'}