Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατατιτρώσκω
κατατοκίζω
κατατομή
κατατοξεύω
κατατραυματίζω
κατατρέχω
κατατρίβω
κατατρίζω
κατατρύζω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
κατατυγχάνω
καταυγάζω
καταυγασμός
καταυδάω
καταυλέω
καταυλίζομαι
καταυχέω
καταφαγεῖν
καταφαίνω
View word page
κατατρύω
κατατρύω = κατατρύ_χω, Xen. Pass., perf. inf. κατατετρῦσθαι
ShortDef
to wear out, exhaust
Debugging
Headword:
κατατρύω
Headword (normalized):
κατατρύω
Headword (normalized/stripped):
κατατρυω
IDX:
17340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17356
Key:
katatru/w
Data
{'content': 'κατατρύω\n = κατατρύ_χω, Xen.\n Pass., perf. inf. κατατετρῦσθαι', 'key': 'katatru/w'}